«Φτύναμε αίμα για να κάνουμε σουτ»: Η άμυνα που άλλαξε το ποδόσφαιρο

Πως γίνεται κάποιος γιος παπουτσή που δούλευε στο εργοστάσιο υποδημάτων του πατέρα του και δεν κατάφερε ποτέ να παίξει ποδόσφαιρο ούτε σε ερασιτεχνικό επίπεδο να αφυπνίσει έναν κοιμώμενο γίγαντα;

Αυτή ήταν η… απορία που «δονούσε» τον ιταλικό Τύπο, όταν ο μεγιστάνας των Μ.Μ.Ε. και νεόκοπος ιδιοκτήτης της Μίλαν, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, προσελάμβανε το καλοκαίρι του 1987 τον Αρίγκο Σάκι για του αναθέσει την αποστολή αναγέννησης της Μίλαν.

«Δεν χρειάζεται να έχεις υπάρξει άλογο για να γίνεις καλός αναβάτης», ήταν η εμπνευσμένη απάντηση του 41χρονου τότε προπονητή, που δεν είχε προπονήσει ακόμα σε επίπεδο Serie A. Από τους νέους της Φιορεντίνα είχε μεταπηδήσει στην Πάρμα, που το 1985 ήταν στη Γ’ κατηγορία. Τον πρώτο χρόνο κέρδισε μαζί της την άνοδο στη Β’ και το δεύτερο διεκδίκησε έως τέλους μια θέση στα μπαράζ ανόδου για τη μεγάλη κατηγορία. Δεν τα κατάφερε, αλλά απέκλεισε στο κύπελλο με δύο νίκες τη Μίλαν μπαίνοντας στο μάτι του Μπερλουσκόνι. Ο Καβαλιέρε είχε λίγους μήνες αναλάβει τα ηνία της Μίλαν και για να εγκαινιάσει τη νέα εποχή προσγειώθηκε με ελικόπτερο στην προπόνηση της ομάδας στο «Μιλανέλο». Τα πρώτα μεγάλα μεταγραφικά έξοδα είχαν γίνει για την απόκτηση των Ντοναντόνι, Μασάρο, Γκάλι. Ο Σάκι έμοιαζε παραφωνία σε όλα αυτά.

Αλλά και ποια ακριβώς ήταν τότε η Μίλαν; Το τελευταίο πρωτάθλημα ήταν αυτό του 1979, ενώ χρειάστηκε να περάσει μια πενταετία για να βγει ξανά στην Ευρώπη. Μεσολάβησαν δύο υποβιβασμοί, ο πρώτος (1981) λόγω του σκανδάλου Tοtonero και ο δεύτερος (1983) εξαιτίας της κάκιστης πορείας, η οποία ήταν και αποτέλεσμα των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων. Τα εκατομμύρια λιρέτες που έφερε μαζί του ο Μπερλουσκόνι εξάλειψαν όλα αυτά και οδήγησαν στις μεγάλες μεταγραφικές επενδύσεις. Τη σεζόν 1986-1987 οι «ροσονέρι» τερμάτισαν πέμπτοι και πήραν σε αγώνα μπαράζ την πρόκριση στο Κύπελλο UEFA απέναντι στη Σαμπντόρια.

«Το μπαράζ με τη Σαμπ ήταν το τελευταίο ματς ενός ποδοσφαίρου μιας άλλης εποχής, ήταν το τελευταίο παιχνίδι της Μίλαν σε αργό ρυθμό. Στο εξής, θα δείτε κάτι άλλο. Ερωτήσεις;».

Στην πρώτη συνέντευξη Τύπου ως προπονητής της Μίλαν ο Αρίγκο Σάκι εξέπληξε με τη σιγουριά του για το τι ήθελε να πετύχει, ίσως και για την εκδήλωση μιας δόσης αγένειας προς τον προκάτοχό του, τον σπουδαίο Νιλς Λίντχολμ. Ο Μπερλουσκόνι του παρέδωσε εν λευκώ τα κλειδιά και ο Σάκι έβαλε μπρος το σχέδιο του να βαδίσει στα χνάρια του total football και να κόψει τους άρρηκτους έως τότε δεσμούς του ιταλικού ποδοσφαίρου με τις τακτικές του Ελένιο Ερέρα και το κατενάτσιο. Ναι, άμυνα από γρανίτη, αλλά και πρέσινγκ ψηλά στο γήπεδο, διαρκής κίνηση των παικτών και επιθετικότητα.

«Όταν ήμουν παιδί, μου άρεσαν οι μεγάλες ομάδες. Με γοήτευε η Χόνβεντ, μετά η Ρεάλ Μαδρίτης, μετά η Βραζιλία. Αλλά η Ολλανδία της δεκαετίας του ’70 ήταν η ομάδα που με εξίταρε. Ήταν ένα μυστήριο για μένα. Η τηλεόραση ήταν πολύ μικρή. Ένιωθα ότι έπρεπε να δω όλο το γήπεδο για να καταλάβω τι ακριβώς έκαναν και να το εκτιμήσω πλήρως», ανέφερε ο Σάκι, ακτινογραφώντας τη φιλοσοφία του.

Οι δικές του τακτικές και ιδέες ριζοσπαστικές, ρηξικέλευθες. Βασική αρχή του ότι ο παίκτης που δεν έχει την μπάλα είναι εξίσου σημαντικός με αυτόν που την έχει, διότι η κίνηση του επηρεάζει όλη τη ροή του παιχνιδιού. Η συγχρονισμένη εφαρμογή του τεχνητού οφσάιντ που ασκείτο στην εντέλεια υπό την καθοδήγηση του Μπαρέζι και η ασταμάτητη εναλλαγή θέσεων στα πρότυπα του Άγιαξ και της Ολλανδίας του Μίχελς, ήταν βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα σε άμυνα και επίθεση. Ο Σάκι πάντρεψε την ιταλική πειθαρχία και αφοσίωση στο ανασταλτικό καθήκον με την ολλανδική φιλοσοφία και έφτιαξε μια ομάδα που έπαιζε το πιο σύγχρονο και ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο στον πλανήτη.

Σήμερα η Μίλαν της διετίας 1989-90 θεωρείται ακόμη μία από τις κορυφαίες ομάδες στην ιστορία του ποδοσφαίρου, καθώς η υστεροφημία της αποδεικνύεται εξαιρετική ανθεκτική στη ροή του χρόνου.

Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά ιδίως από τη στιγμή που οι πρωταγωνιστές φροντίζουν να αναδεικνύουν κάποια χάι-λάιτ βιώματα, υποδαυλίζοντας το μύθο της. Όπως αυτό που έχει αποκαλύψει ο Ρουντ Γκούλιτ σχετικά με μία από τις τακτικές του Σάκι στην προπόνηση, που αποσκοπούσε να ατσαλώσει την άμυνα της ομάδας μέσω της τριβής της με τις πιο αντίξοες συνθήκες.

«Μία από τις ασκήσεις του Σάκι για την άμυνα, ήταν αυτή του να αμύνονται 6 εναντίον 11. Οι έξι που αμύνονταν ήταν οι Τασότι, Κοστακούρτα, Μπαρέζι, Μαλντίνι με τους Ράικαρντ και Αντσελότι. Πιστέψτε με, παρά το γεγονός ότι ήμασταν πέντε περισσότεροι, φτύναμε αίμα για να καταφέρουμε να κάνουμε τελική προσπάθεια. Δοκιμάζαμε ακόμη και το να σκοράρουμε με σουτ τελικά. Τίποτα…».

 

Ροη ειδησεων
Κλεισιμο