O Πορτογάλος προπονητής του ΠΑΟΚ, Αμπέλ Φερέιρα, μίλησε για... όλα σε συνέντευξη που παραχώρησε στο «Εθνος της Κυριακής». Αναλυτικά όσα είπε:
Τι γνωρίζατε για την Ελλάδα και τον ΠΑΟΚ μέχρι να έρθει το πρώτο τηλεφώνημα που αφορούσε την πρόταση συνεργασίας;
«Τον ΠΑΟΚ τον έμαθα από τον Κονσεϊσάο. Ηταν ένας ποδοσφαιριστής του οποίου την καριέρα την παρακολουθούσα. Εβλεπα τι έκανε στην Ιταλία, όταν βρισκόταν εκεί, και τον ακολούθησα στην Ελλάδα. Επίσης γνώρισα τον ΠΑΟΚ και από τον Φερνάντο Σάντος, έναν προπονητή που ήταν, είναι και θα παραμείνει σημείο αναφοράς για όλους τους Πορτογάλους. Ο Φερνάντο Σάντος ήταν εκείνος που μου τηλεφώνησε πρώτος. Μου μίλησε με τα καλύτερα λόγια για τον ΠΑΟΚ, εξηγώντας μου το πόσο καλό θα ήταν για μένα και την καριέρα μου να δουλέψω σε αυτήν την ομάδα. Αν κοιτάξεις την ιστορία του ΠΑΟΚ θα διαπιστώσεις πως δεν έχει πολλούς τίτλους, αλλά έξω από την Ελλάδα όλοι γνωρίζουν τον ΠΑΟΚ από τους φιλάθλους του, για την ατμόσφαιρα που δημιουργούν».
Είναι μεγαλύτερη πρόκληση για έναν προπονητή να πάρει πρωτάθλημα με μια ομάδα έπειτα από 34 χρόνια ή να καταφέρει να τον κρατήσει στην κορυφή;
«Είναι δύσκολο να διαχειριστείς τις προσδοκίες που υπάρχουν, είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση. Είναι υπέροχο για την ομάδα η κατάκτηση του νταμπλ και του πρώτου πρωταθλήματος έπειτα από 34 χρόνια. Αυτό σημαίνει πως όλοι όσοι είμαστε εδώ, πρέπει να έχουμε τις ίδιες απαιτήσεις. Δημιουργούμε νέα ομάδα, με χαμηλότερο μέσο όρο ηλικίας, με νέο αίμα, αλλά με την ίδια δίψα που είχε και πέρυσι. Οι στόχοι είναι ξεκάθαροι. Θέλουμε να κερδίσουμε το πρωτάθλημα, όπως και το Κύπελλο. Μέσα από τους μικρούς, βραχυπρόθεσμους στόχους, θα φτάσουμε στην επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου. Αυτό που μου προτάθηκε ως μεγαλύτερη πρόκληση, σε αυτά τα τρία χρόνια του συμβολαίου μου, είναι να μπούμε στους ομίλους του Champions League. Για να το πετύχουμε αυτό ξέρουμε πως πρέπει να επικεντρωνόμαστε στο επόμενο παιχνίδι».
Με τον μεγάλο στόχο να είναι η είσοδος στους ομίλους του Champions League, αντιλαμβάνομαι πως η επόμενη μέρα του αποκλεισμού από τον Αγιαξ, που ήρθε στον πρώτο σας μήνα στον ΠΑΟΚ, ήταν μια δύσκολα διαχειρίσιμη στιγμή...
«Εύκολο δεν ήταν, σίγουρα. Αυτός που πιστεύει στην αξία του έχει έναν συγκεκριμένο δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει, έχει γύρω του ποδοσφαιριστές που μπαίνουν σε αυτόν τον δρόμο, ξέρει καλά πως θα έρθουν και άλλες ευκαιρίες αν μείνει στον σωστό δρόμο. Ξέρω ότι σε χώρες όπου το αίμα βράζει, δεν υπάρχει μεγάλη υπομονή, αλλά είχα έναν μεγάλο προπονητή που πάντα μου έλεγε πως αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να ακολουθούμε το παράδειγμα των μεγάλων. Οπως για παράδειγμα του Κλοπ. Ο Γερμανός για τρία χρόνια στη Λίβερπουλ δούλευε, ψαχνόταν, δημιουργούσε, ώστε να έρθει η στιγμή να δρέψει τους καρπούς της δουλειάς του. Τρία χρόνια πέρασαν για να φτάσει πέρυσι να κατακτήσει τον πρώτο τίτλο του, όμως με τη δουλειά που έκανε, φέτος ο δρόμος είναι στρωμένος για να ακολουθήσουν οι επόμενοι τίτλοι. Η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Βραζιλία είναι χώρες στις οποίες γίνονται συχνά αλλαγές προπονητών. Αυτοί που πιστεύουν πως οι αλλαγές προπονητών θα φέρουν κατευθείαν τα αποτελέσματα, τότε μάλλον δεν ξέρουν από ποδόσφαιρο».
Στο θέμα της τακτικής πώς καταλήξατε στην αγωνιστική φιλοσοφία που βλέπουμε να έχει ο ΠΑΟΚ επί των ημερών σας; Τη ζήσατε ως ποδοσφαιριστής; Την είδατε σε κάποιους προπονητές;
«Είναι μείξη δύο διαφορετικών πραγμάτων. Το πρώτο έχει να κάνει με τον λόγο για τον οποίο ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο. Ηθελα να έχω την μπάλα. Οταν δεν είχα κανέναν να παίξω, έπαιρνα την μπάλα και την κλωτσούσα στον τοίχο. Μου δημιουργεί μεγάλη έκπληξη να βλέπω ομάδες να πετούν την μπάλα μπροστά και να τρέχουν για να την ξανακερδίσουν. Δεν μπορώ να έχω ποδοσφαιριστές που δεν θέλουν να έχουν την μπάλα στα πόδια τους. Οσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο αγωνιζόμαστε -διότι έχω καταλάβει πως στην Ελλάδα μιλάνε πολύ για τακτική και συστήματα-, για μένα η τακτική μας είναι τρόπος ζωής, ο οποίος μεταφέρεται μέσα στο γήπεδο. Στη ζωή πρέπει να έχεις θάρρος, προσωπικότητα και ομαδικότητα, να είναι συνδεδεμένος ο ένας με τον άλλον. Και αυτά τα στοιχεία τα καταθέτω στην ομάδα».
Τι έχετε ακούσει για τον Ολυμπιακό, για τα όσα έγιναν στα τελευταία παιχνίδια;
«Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να ξοδεύω όλη την ενέργεια, τη συγκέντρωση, την προσήλωση στη δική μου ομάδα. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι το πώς θα βελτιώσω τη φιλοσοφία που έχουμε για το παιχνίδι μας, το πώς θα βελτιώσω έστω και κατά 1% ατομικά έναν ποδοσφαιριστή, ώστε αυτό το 1% να το δώσει στο σύνολο. Αν το κάνουμε αυτό, τότε ξέρω πως θα είμαστε πιο κοντά στη νίκη, απέναντι σε οποιονδήποτε αντίπαλο, σε οποιαδήποτε έδρα».
Οι φίλοι του ΠΑΟΚ λένε πως σκέφτονται την ομάδα τους 24 ώρες το 24ωρο. Εσείς πόσες ώρες ασχολείστε με τη δουλειά σας, που είναι ο ΠΑΟΚ;
«Το να εκπροσωπώ τον ΠΑΟΚ σημαίνει ότι θα πρέπει να είμαι στο DNA του συλλόγου. Θα πρέπει να είμαι στο ίδιο μήκος κύματος με τους φιλάθλους μας. Θα πρέπει να εκπροσωπώ την πόλη, και ξέρω πως για να το κάνω αυτό θα πρέπει να κερδίζουμε. Είμαι εδώ 100%. Εχω αφήσει την οικογένειά μου στην Πορτογαλία και, όπως πολλοί γνωρίζουν, υπήρχε μια ομάδα που έκανε πρόταση για να με αποκτήσει, και μάλιστα δίνοντας στον ΠΑΟΚ περισσότερα χρήματα από αυτά που ξόδεψε ο ΠΑΟΚ για να με αποκτήσει. Εγώ είπα στον κ. Σαββίδη πως είμαι παρών στο 200%, έχοντας αφήσει στην πατρίδα μου την οικογένειά μου, για να είμαι αφοσιωμένος. Σήμερα αφιερώνω περισσότερες ώρες στο επάγγελμά μου απ’ ό,τι έκανα στην Πορτογαλία. Στο προπονητικό κέντρο ερχόμαστε στις 08.30 και φεύγουμε στις 16.30. Και μετά στο σπίτι ακολουθούν ώρες δουλειάς και μελέτης».
Πώς είναι να ζείτε χωρίς την οικογένειά σας;
«Είμαι άνθρωπος με ταπεινή καταγωγή. Οι γονείς μου δεν τέλειωσαν ούτε το γυμνάσιο. Οι θεμέλιοι λίθοι της εκπαίδευσής μου είναι η οικογένεια. Είναι δύσκολο να εξηγήσω σε κάποιον πόσο δύσκολο είναι να βρίσκεται τόσο μακριά από μια κόρη 8 ετών, μια κόρη 13 ετών και τη σύζυγό του. Προσπαθούμε να μειώσουμε την απόσταση, και μία φορά τον μήνα είτε πηγαίνω εγώ να τις δω, είτε έρχονται εκείνες. Αυτή είναι η στρατηγική που έχουμε για να κερδίζουμε στιγμές στην οικογενειακή μας ζωή. Θέλω να κερδίζω και στα προσωπικά μου αλλά και στα επαγγελματικά μου. Η πρόκληση που μου τέθηκε ήταν τόσο μεγάλη -και για μένα και για όλους τους συνεργάτες μου- που σκέφτηκα πως αξίζει τον κόπο να πάρω αυτό το ρίσκο. Είμαι άνθρωπος που μου αρέσουν τα ρίσκα, οι προκλήσεις και σκέφτηκα πως αξίζει η «θυσία» στην προσωπική μου ζωή. Οποιος είναι στον ΠΑΟΚ καταλαβαίνει από την πρώτη μέρα την αγάπη και τα έντονα συναισθήματα που υπάρχουν σε αυτήν την ομάδα, που είναι ίδια με αυτήν που έχω και εγώ για την προπονητική».
Οι φίλαθλοι ζουν την Τούμπα από την κερκίδα. Εσείς τη ζείτε από μέσα. Στη γραμμή του γηπέδου. Ακούτε τις φωνές, τις κριτικές, τις απόψεις. Πώς είναι η Τούμπα από μέσα;
«Στην Τούμπα ζεις το αγνό ποδόσφαιρο, όπως είναι πραγματικά, χωρίς φίλτρα. Και αυτό διότι το ποδόσφαιρο είναι πάθος, είναι συναίσθημα. Αυτό εμένα με ανατριχιάζει. Και αυτό αισθάνεσαι στην Τούμπα. Το αγνό πάθος για το ποδόσφαιρο, σε όλες του τις διακυμάνσεις, από τις αποδοκιμασίες μέχρι τις επιδοκιμασίες. Εμείς προετοιμαζόμαστε για κάθε αγώνα κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, με τις προπονήσεις που κάνουμε. Σε έναν αγώνα ο προπονητής μπορεί να παρέμβει μόνο σε τρεις στιγμές. Στην ομιλία δύο ώρες πριν από το ματς, στην ομιλία πριν μπούμε στο γήπεδο και στο ημίχρονο. Την ώρα του αγώνα υπάρχουν μόνο οδηγίες μικρές και ξεκάθαρες. Δεν ωφελεί σε κάτι να φωνάζεις και να χτυπιέσαι στον πάγκο».
Υπάρχουν άνθρωποι στους οποίους θα αφιερώνατε τις επιτυχίες σας; Ανθρωποι που σας άνοιξαν την πόρτα σε αυτήν την πορεία;
Οταν κοιτάζεις πίσω σου, πάντα υπάρχουν άνθρωποι που ξεχωρίζουν, που σου έχουν δώσει πράγματα, που έχουν στιγματίσει τη ζωή σου. Στη δική μου περίπτωση είναι αρκετοί και θα ήταν άδικο να ξεχωρίσω κάποιους. Το μεγαλύτερο το αξίζουν οι γονείς μου, διότι εγώ δεν μπορώ να ξεχωρίσω την ιδιότητα του προπονητή από αυτήν του ανθρώπου. Αυτό που είμαι ως προπονητής το οφείλω στον άνθρωπο που είμαι. Σίγουρα θα αφιέρωνα κάτι στον Ιβάν Σαββίδη, διότι μου έδωσε τη δυνατότητα να κάνω ένα σημαντικό βήμα. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο να πετύχω εγώ προσωπικά, αλλά να νιώσουν περηφάνια και οι άνθρωποι που με επέλεξαν γι’ αυτήν τη θέση».
Ασχολείστε με την πολιτική; Βρίσκεστε σε μια χώρα που η λέξη «κρίση» και η λέξη «μετανάστες» ακούγονται σχεδόν καθημερινά στις συζητήσεις των Ελλήνων.
«Δεν είμαι ειδικός... Η δική μου στάση ζωής είναι να κάνω στους άλλους αυτά που θα ήθελα να μου κάνουν εκείνοι. Αυτό προσπαθώ να το κάνω βοηθώντας όποιον έχει ανάγκη, όποιον μου το ζητήσει. Το θέμα των μεταναστών είναι ένα πάρα πολύ λεπτό ζήτημα. Δεν μπορείς να δώσεις μια απλή απάντηση, ένα ‘‘σας δεχόμαστε’’ ή ένα ‘‘δεν σας θέλουμε εδώ’’. Πρέπει να δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές για να βρίσκονται εδώ. Ξέρω πως τα τελευταία δέκα χρόνια η Ελλάδα, λόγω της κρίσης, είναι η χώρα που έχει λιγότερο εξελιχθεί σε σχέση με τις υπόλοιπες. Το καλύτερο θα είναι να μπορέσει η ίδια η Ελλάδα να βελτιωθεί εσωτερικά. Να μην εξαρτάται από εξωτερική βοήθεια. Και αυτό έχει σχέση και με το ποδόσφαιρο, διότι πολλές φορές το ποδόσφαιρο αποτελεί και την εικόνα της χώρας. Στο ποδόσφαιρο θα ήθελα να βλέπω όλες τις ομάδες να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό για να κερδίζουν η μία την άλλη μέσα στο γήπεδο, αλλά έξω από αυτό όλες μαζί να δουλεύουν προς έναν κοινό στόχο: την εξέλιξη και τη βελτίωση του ελληνικού ποδοσφαίρου, πέρα από μικροσυμφέροντα».
Πώς διαχειρίζεστε καταστάσεις όπως αυτή που συνέβη τώρα, με τον Λέο Ζαμπά, ο οποίος θα μείνει εκτός δράσης για ένα σημαντικό διάστημα;
«Από τα χρόνια που αγωνιζόμουν, ξέρω πως χειρότερο από το να μην αγωνίζεσαι είναι το να είσαι τραυματίας. Διότι έτσι δεν έχεις καν τη δυνατότητα να παλέψεις. Η ζωή δίνει μερικές φορές τέτοιου είδους προκλήσεις για να εκτιμήσουμε ακόμα περισσότερο τα πράγματα που θεωρούμε δεδομένα. Πιστεύω ότι το ίδιο θα συμβεί και με τον Ζαμπά. Θα γυρίσει δυνατός».