Ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα που είχε μέχρι πρότινος η Ομόνοια ήταν στο να διασπάσει τις κλειστές άμυνες όταν έπαιζε με ομάδες μικρότερου βεληνεκούς.
Στην χρονιά που κατέκτησε το πρωτάθλημα είχε πολλές απώλειες με αυτές τις ομάδες, αλλά ήταν κυρίαρχος στα ντέρμπι. Στην τρέχουσα σεζόν ούτε στα ντέρμπι έκανε πολλά πράγματα, ενώ οι απώλειες της απέναντι στις 4 ομάδες που πάλεψαν ως ένα σημείο για παραμονή ήταν πάρα πολλές. Απώλειες που προέρχονταν κατά μεγάλο ποσοστό (ήταν και τα σημαντικά σοβαρά αμυντικά λάθη) από την αδυναμία της να φτιάξει καλό αριθμό ευκαιριών.
Δύο αγώνες αποτέλεσαν εξαίρεση. Με τον Εθνικό. Στο Δασάκι η Ομόνοια έκανε ένα από τα καλύτερα της παιχνίδια. Για 60 λεπτά ήταν καταιγιστική. Στο ΓΣΠ πάλι έκανε μπόλικες φάσεις και είχε 4 δοκάρια (κυρίως με μακρινά σουτ). Φυσικά έχασε στην Λευκωσία, αλλά ήταν άδικη ήττα.
Ήταν πάντως τα δύο ματς που οι «πράσινοι» έπαιξαν με ορθόδοξο σχήμα και με ταχύτητα. Που έπαιξαν κάθετα, που μετέφεραν την μπάλα γρήγορα, που έβαλαν παίκτες στο κουτί. Αυτό στην εποχή Μπεργκ ήταν εξαίρεση. Στην εποχή Λένον, είναι κανόνας.
Στον τελικό η Ομόνοια είναι αυτή που θα κληθεί να κάνει παιχνίδι. Δεν είναι παιχνίδι ισορροπιών. Δεδομένο ότι θα βρίσκει στενούς διαδρόμους και θα πρέπει να τους μεγαλώνει. Και να τους διαπερνά.
Για να το κάνει θέλει προσπάθεια με «γεμάτη» συχνότητα εκδήλωσης επίθεσης και κυρίως πλουραλισμό στον τρόπο δημιουργίας. Πρέπει να κινηθεί και χωρίς τη μπάλα, αυτό με τον Λένον είναι επίσης κανόνας. Συνεπώς στην παρούσα φάση, το εφαρμόσιμο πλέον πλάνο του Ιρλανδού, φαντάζει ιδανικό για ένα τέτοιο τελικό.